κοπελιά

κοπελιά
Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του κεντρικού τμήματος του νομού, στα όρια με τον νομό Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινούντος.
* * *
η
κοπέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ. -ιά, πιθ. κατά τα νιά, κορασιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοπελιά — η βλ. κοπέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ντελίμπ, Λεό — (Leo Delibes, Σεν Ζερμέν ντι Βαλ 1836 – Παρίσι 1891). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού, όπου αργότερα κατέλαβε την έδρα της Σύνθεσης. Η ποικίλη παραγωγή του μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους, οι οποίες αντιστοιχούν στα τρία… …   Dictionary of Greek

  • Sigma TV — Infobox Network network name = Sigma TV Τηλεόραση Σίγμα network country = flagcountry|Cyprus network type = Broadcast television available = National owner = key people = launch date = 1995 founder = slogan = motto = past names = website =… …   Wikipedia

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • καυχουδιά — καυχουδιά, ἡ (Μ) νέα κοπέλα, κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχα + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα, πλεξ ούδα) με καταβιβασμό τού τόνου και προσθήκη τής κατάλ. ιά κατά τα κοπέλα κοπελιά] …   Dictionary of Greek

  • κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… …   Dictionary of Greek

  • Ιβάνοφ, Λεβ Ιβάνοβιτς — (Lev Ivanovich Ivanov, Μόσχα 1834 – Πετρούπολη 1901). Ρώσος χορευτής και χορογράφος. Ως χορευτής, επέδειξε εξαιρετικό ταλέντο στους πιο διαφορετικούς ρόλους. Ήταν δάσκαλος από το 1858 στην αυτοκρατορική σχολή της Πετρούπολης και έγινε ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Μπεράρ, Κριστιάν — (Christian Berard, Παρίσι 1902 – 1949). Γάλλος σκηνογράφος. Ξεκίνησε ως ζωγράφος και είχε δασκάλους το Μορίς Ντενί και το Βιγιάρ. Πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με το θέατρο όταν ο Ντιαγκίλεφ του ανέθεσε τις σκηνογραφίες και τα κοστούμια της Κοπέλια… …   Dictionary of Greek

  • πόθος — ο 1. έντονη επιθυμία, λαχτάρα: Ο πόθος να γυρίσω στην πατρίδα μ έτρωγε τα σωθικά. 2. σφοδρός έρωτας: Ο πόθος για την κοπελιά τον τρέλανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”